- ἑπτακαιεικοσαετής
- ἑπτα-και-εικοσα-ετής, ές, siebenundzwanzigjährig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επτακαιεικοσαέτης — ἑπτακαιεικοσαέτης, και ἑπτακαιεικοσέτης, ες (Α) ηλικίας είκοσι επτά ετών … Dictionary of Greek
επταεικοσέτης — ες βλ. επτακαιεικοσαέτης … Dictionary of Greek